-
1 плата
1. (денежный взнос за услуги) η πληρωμή, το τίμημα, η αμοιβήбез дополнительной - ы χωρίς συμπληρωματική -, освобождение от - ы απελευθέρωση από την -арендная - για ενοικίαση/μίσθωση, το μίσθιο/ενοίκιοзаработная - ο μισθός, οι αποδοχές (πλ.)поразговорная (тлф) - βάσει του χρόνου συνδιάλεξης 2 (диэлектрическая пластина) η διηλεκτρική πλάκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плата
-
2 квартплата
квартплата ж (квартирная плата) το ενοίκιο, το νοίκι* * *ж(кварти́рная пла́та) το ενοίκιο, το νοίκι -
3 плата
плат||аж ἡ πληρωμή:арендная \плата τό ἐνοίκιον, τό πάχτος· квартирная \плата τό ἐνοίκιο[ν], τό νοίκι· заработная \плата ὁ μισθός, ἡ μισθοδοσία, οἱ ἀποδοχές· \плата за вход ἡ τιμή ἐΐσόδοο, τό είσιτήριο[ν]· \плата· за обучение τά δίδακτρα· поденная \плата· τό ήμερομίσθιο[ν], τό [ή]μεροδοῦλι, τό μεροκάματο· за \платау ἐπί πληρωμή. -
4 плата
-ы θ.πληρωμή καταβολή χρημάτων•плата долгов πληρωμή των χρεών•
производить -у κάνω πληρωμή, πληρώνω•
квартирная плата το νοίκι κατοικίας (διαμερίσματος)•
арендная -μίσθωση γης•
плата за вход πληρωμή εισόδου•
плата за работу πληρωμή εργασίας, τα εργατικά•
плата за маклерский труд τα μεσιτικά•
плата за извоз τα αμαξάδικα, τα μεταφορικά•
плата за нам το ενοίκιο•
плата за помол τα αλεστικά•
плата вперд η προκαταβολή•
поднная плата το ημερομίσθιο, το μεροκάματο.
|| μτφ. ανταπόδοση, αμοιβή, πληρωμή με το ίδιο νόμισμα.